- εὐθαλούντων
- εὐθαλέωbloompres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)εὐθαλέωbloompres imperat act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθαλώ — εὐθαλῶ, έω (ΑΜ) [εύθαλος] 1. βλαστάνω ή ανθίζω ωραία («φυτῶν καὶ σπερμάτων εὐθαλούντων καὶ βλαστανόντων», Πλούτ.) 2. βρίσκομαι σε ακμή, ευτυχώ … Dictionary of Greek